Αλμπάντης ή πεταλωτής ήταν ο τεχνίτης που καλίκωνε (πετάλωνε) τα μπεγίρια (άλογα) τα μουλάρια και τους γαϊδάρους.
Το επάγγελμα εξασκούνταν κυρίως στα κεφαλοχώρια, όπου οι ιδιοκτήτες έφερναν από τα γύρω χωριά τα ζώα τους για πετάλωμα. Το καλίκωμα (πετάλωμα), που έκανε ο αλμπάντης ήτανε δυο ειδών: το καινούριο πετάλωμα και το καγιάρι.
Το καινούριο πετάλωμα γινόταν όταν τα πέταλα του ζώου είχαν φαγωθεί με τη χρήση. Στην περίπτωση αυτή ο αλμπάντης έδενε με το χαλιναρόσκοινο το ζώο σε ειδική δέστρα και έπαιρνε με τη σειρά το ένα μετά το άλλο τα πόδια του ζώου και αφού προσάρμοζε το καθένα πάνω στο γόνατο του με μια κυκλική δερμάτινη λουρίδα, αφαιρούσε με τη ντανάλια το φθαρμένο πέταλο.
Κατόπιν έκοβε με το ειδικό δράπανο-νυχοκόφτη το νύχι, του ζώου, που είχε αναπτυχθεί κι ύστερα εφάρμοζε στο κομμένο νύχι το καινούριο πέταλο και το κάρφωνε με τα ειδικά πεταλόκαρφα, με το χοντρό κεφάλι, με τέτοιο τρόπο, ώστε η αιχμή του καρφιού να βγαίνει από το πλάι μέσα του νυχιού χωρίς να πειράξει την από μέσα ζωντανή σάρκα του ποδιού του ζώου.
Μετά το κάρφωμα του καινούριου πετάλου τοποθετούνταν το πόδι του ζώου πάνω στο ξύλινο στρογγυλό κουτσούρι και κόβονταν σύρριζα οι εξέχουσες αιχμές των πεταλόκαρφων. Ύστερα με ειδική ράσπα έξυνε το νύχι στο κάτω μέρος μέχρις ότου νύχι και πέταλο έρθουν στην ίδια επιφάνεια.
Τα καινούρια πέταλα, που χρησιμοποιούνταν στα μουλάρια και στα μικρόσωμα άλογα, ήσαν ολόγεμα, γιατί στα μεγαλόσωμα άλογα χρησιμοποιούνταν πέταλα, που κάλυβαν μόνο γύρω - γύρω το άκρο του πέλματος με κενό το μέσο και με δυο κάθετες εξοχές στα άκρα, για να προφυλάσσουν το άλογο από το γλύστριμα.
Το καγιάρι είναι όμοιο με το καινούριο πετάλωμα με μόνη τη διαφορά ότι στο καγιάρι χρησιμοποιούνταν τα ίδια πέταλα, που φορούσε το ζώο, επειδή δεν παρουσίαζαν μεγάλη φθορά.
Το επάγγελμα εξασκούνταν κυρίως στα κεφαλοχώρια, όπου οι ιδιοκτήτες έφερναν από τα γύρω χωριά τα ζώα τους για πετάλωμα. Το καλίκωμα (πετάλωμα), που έκανε ο αλμπάντης ήτανε δυο ειδών: το καινούριο πετάλωμα και το καγιάρι.
Το καινούριο πετάλωμα γινόταν όταν τα πέταλα του ζώου είχαν φαγωθεί με τη χρήση. Στην περίπτωση αυτή ο αλμπάντης έδενε με το χαλιναρόσκοινο το ζώο σε ειδική δέστρα και έπαιρνε με τη σειρά το ένα μετά το άλλο τα πόδια του ζώου και αφού προσάρμοζε το καθένα πάνω στο γόνατο του με μια κυκλική δερμάτινη λουρίδα, αφαιρούσε με τη ντανάλια το φθαρμένο πέταλο.
Κατόπιν έκοβε με το ειδικό δράπανο-νυχοκόφτη το νύχι, του ζώου, που είχε αναπτυχθεί κι ύστερα εφάρμοζε στο κομμένο νύχι το καινούριο πέταλο και το κάρφωνε με τα ειδικά πεταλόκαρφα, με το χοντρό κεφάλι, με τέτοιο τρόπο, ώστε η αιχμή του καρφιού να βγαίνει από το πλάι μέσα του νυχιού χωρίς να πειράξει την από μέσα ζωντανή σάρκα του ποδιού του ζώου.
Μετά το κάρφωμα του καινούριου πετάλου τοποθετούνταν το πόδι του ζώου πάνω στο ξύλινο στρογγυλό κουτσούρι και κόβονταν σύρριζα οι εξέχουσες αιχμές των πεταλόκαρφων. Ύστερα με ειδική ράσπα έξυνε το νύχι στο κάτω μέρος μέχρις ότου νύχι και πέταλο έρθουν στην ίδια επιφάνεια.
Τα καινούρια πέταλα, που χρησιμοποιούνταν στα μουλάρια και στα μικρόσωμα άλογα, ήσαν ολόγεμα, γιατί στα μεγαλόσωμα άλογα χρησιμοποιούνταν πέταλα, που κάλυβαν μόνο γύρω - γύρω το άκρο του πέλματος με κενό το μέσο και με δυο κάθετες εξοχές στα άκρα, για να προφυλάσσουν το άλογο από το γλύστριμα.
Το καγιάρι είναι όμοιο με το καινούριο πετάλωμα με μόνη τη διαφορά ότι στο καγιάρι χρησιμοποιούνταν τα ίδια πέταλα, που φορούσε το ζώο, επειδή δεν παρουσίαζαν μεγάλη φθορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου